Γράφει η Γεωργία Ανδριώτου
Η συγκέντρωση της προσοχής θεωρείται από τους παιδαγωγούς το κλειδί της μάθησης. Υποστηρίζουν πως ένα παιδί που συγκεντρώνεται, είναι ένα παιδί που μαθαίνει γρήγορα και αποτελεσματικά σημαντικές δεξιότητες, οι οποίες αφορούν στον γνωστικό, συναισθηματικό και κοινωνικό τομέα. Αυτό που δε γνωρίζουμε, είναι πως το παιδί πρέπει να εκπαιδεύεται σ’ αυτήν από μικρή ηλικία.
Σε αντίθεση με αυτά τα δεδομένα, το φαινόμενο που προβληματίζει ιδιαίτερα τους εκπαιδευτικούς και παρατηρείται έντονα στις σχολικές τάξεις, είναι πως ένας σημαντικός αριθμός μαθητών/-τριών δυσκολεύεται να διατηρήσει την προσοχή του μέσα στο μάθημα. Η συγκέντρωση τους αποσπάται με απίστευτη ευκολία, ανεξάρτητα από το πόσο σημαντική ή ασήμαντη είναι η πηγή περισπασμού.
Έχει αποδειχτεί ερευνητικά πως ένας από τους σοβαρούς παράγοντες που αποδυναμώνουν τη διάρκεια της προσοχής είναι η χρήση των υπολογιστών, των κινητών, των τάμπλετ και γενικότερα των «έξυπνων συσκευών». Κι αυτό γιατί τα παιδιά κινούνται σε δύο επίπεδα. Από τη μια απασχολούνται καθημερινά και συστηματικά με τον δελεαστικό και προκλητικό κόσμο της οθόνης, στον οποίο η γρήγορη εναλλαγή της εικόνας τους δίνει μεγάλη πρόσβαση σε ήχους, χρώματα και πληροφορίες, που δεν μπορούν, ωστόσο, να διαχειριστούν. Δε χρειάζεται να επιμείνουν, να προσπαθήσουν, να κρίνουν, να ολοκληρώσουν.
Μεταπηδάνε από το ένα ερέθισμα στο άλλο, όταν βαρεθούν ή ζοριστούν. Στον αντίποδα, έρχονται σε επαφή με τη «στατική» εικόνα της τάξης, που όλα παραμένουν στη θέση τους. Πώς μπορεί, λοιπόν, το παιδί να συγκεντρωθεί στα λόγια και στο πρόσωπο του δασκάλου για μία ή μιάμιση διδακτική ώρα, όταν έχει συνηθίσει να αλλάζει ερέθισμα μέσα σε λίγα λεπτά πατώντας ένα πλήκτρο;
Να, λοιπόν, γιατί τα παιδιά βαριούνται μέσα στην τάξη και επιστρέφουν στο σπίτι μεταφέροντας την εντύπωση πως δεν κατάλαβαν το μάθημα από τον δάσκαλό τους. Κάπως έτσι δημιουργούνται μαθησιακά κενά, τα οποία δεν οφείλονται απαραίτητα σε αναποτελεσματική διδασκαλία ή σε μαθησιακές δυσκολίες, αλλά στην αδυναμία του παιδιού να συγκεντρωθεί και να παρακολουθήσει το μάθημα.
Υπάρχει, επομένως, μια σημαντική αντίφαση ανάμεσα στον τρόπο που τα παιδιά δέχονται ερεθίσματα στο σπίτι και στο σχολείο. Ως γονείς, ας προσπαθήσουμε να τα «θωρακίσουμε» και να τα προστατέψουμε από την απεριόριστη χρήση της οθόνης. Λέμε ναι, αλλά με μέτρο και με όρια. Όσον αφορά τα πολύ μικρά παιδιά, ας επιστρέψουμε στα παιδικά βιβλία και στα παραμύθια, γιατί τους δίνουν την ευκαιρία να «ρουφήξουν» με τις αισθήσεις τους την πλοκή και την εικονογράφηση, εξασκώντας τα στο να εστιάζουν και να παραμένουν συγκεντρωμένα.
Kommentare